- ἀγχίγαμος
- ἀγχίγαμοςnear marriagemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγχίγαμος — ἀγχίγαμος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται κοντά στον γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + γάμος] … Dictionary of Greek
ἀγχιγάμου — ἀγχίγαμος near marriage masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek